οινοθήκη

οινοθήκη
οἰνοθήκη, ἡ (ΑΜ)
οιναποθήκη
αρχ.
βυτίο, βαρέλι κρασιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οἰνοθήκαις — οἰνοθήκη wine cellar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοθήκην — οἰνοθήκη wine cellar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνοθήκης — οἰνοθήκη wine cellar fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Enoteca — Interior view of an enoteca in Tambre (the province of Belluno), Italy …   Wikipedia

  • Энотека — Царский Подвал. Энотека десертных вин Массандры, Крым, Украина Энотека (греч. οἰνοθήκη)  коллекция вин, хранилище для вин, разлитых в бутылки. Энотеки создаются в подвальных помещениях …   Википедия

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”